παχυμερῆ

παχυμερῆ
παχυμερής
consisting of thick
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παχυμερής
consisting of thick
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παχυμερής
consisting of thick
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

  • Μετοχίτης, Γεώργιος — (; – 1328). Θεολόγος και διπλωμάτης. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, ενώ στα συγγράμματά του εναντιώθηκε με κάθε τρόπο στους αντιπάλους της. Όταν ο πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καθαιρέθηκε (Ιανουάριος, 1283) ο Μ. εξορίστηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Φιλής — Επώνυμο 2 Βυζαντινών. 1. Αλέξιος. Ευπατρίδης, συγγενής του Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου. Κατόρθωσε να νικήσει τους Τούρκους και να αποτρέψει την προέλασή τους έως την πρωτεύουσα. 2. Μανουήλ (1275 – 1345). Ποιητής από την Έφεσο. Διετέλεσε μαθητής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”